- ζεύγνυσιν
- ζεύγνῡσιν , ζεύγνυμιyoke: pres ind act 3rd sg
Morphologia Graeca. 2013.
Morphologia Graeca. 2013.
ζευγνῦσιν — ζεύγνυμι yoke pres ind act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζεύγνυσιν — ζεύγνῡσιν , ζεύγνυμι yoke pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λέπαδνο — το (Α λέπαδνον και λέπαμνον) νεοελλ. δερμάτινος ιμάντας που συνάπτεται στο πίσω μέρος τής σαγής τού ίππου για να τόν εμποδίζει να λακτίζει αρχ. 1. ιμάντας που συνδέει τον ζυγό με τον μασχαλιστήρα τών υποζυγίων («ἅρμασιν δ ὕπο ζεύγνυσιν αὐτὼ καὶ… … Dictionary of Greek